- πιρόγα
- Υποτυπώδες σκάφος, διάφορων τύπων, που κινείται γενικά με κουπιά και χρησιμοποιείται έως σήμερα από μη τεχνολογικά εξελιγμένους πληθυσμούς, προπάντων στα αρχιπελάγη του Ειρηνικού και Iνδικού ωκεανού. Στις απλούστερες μορφές της, η π. κατασκευάζεται ή με το σκάψιμο ενός κορμού δέντρου (μονόξυλο), ή με συνδεδεμένα μακριά κομμάτια από χοντρούς φλοιούς δέντρων.
Επειδή η π. των δύο αυτών τύπων παρουσιάζει πολύ μικρή εγκάρσια ευστάθεια, στην Πολυνησία είναι διαδεδομένα, από τους πανάρχαιους χρόνους, σκάφη από δύο παράλληλες π. οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με σανίδες ή και με μια επίπεδη επιφάνεια. Για τον ίδιο σκοπό, στη Μελανησία, στην Ινδονησία και στα αρχιπελάγη του Ινδικού ωκεανού τοποθετούνται στην π. ένας ή δύο ζυγοί. Καθένας από αυτούς αποτελείται από μια οριζόντια δοκό, στην επιφάνεια του νερού, που συνδέεται με το σκάφος με κοντάρια ή άξονες, οι οποίοι προεξέχουν από την κουπαστή, ένα περίπου μέτρο. Για την προώθηση, ιδίως στην περιοχή που εκτείνεται από την Ινδονησία ως την Πολυνησία, προστίθεται στα κουπιά ή καταλαμβάνει τη θέση των κουπιών ένα πανί, με σχήμα και ξάρτια διαφορετικά, ανάλογα με τις ζώνες.
Μικρός αφρικανός με την πιρόγα του στις όχθεις του ποταμού Σενεγάλη (φωτ. ΑΠΕ).
Πιρόγες: πάνω, νεοζηλανδική σε επίπεδο σχήμα σχεδίας· στη μέση, παράλληλες που συνδέονται μεταξύ τους των Νησιών της Εταιρείας- κάτω, ινδονησιακή με δύο ζυγούς.
* * *η, Νναυτ. ελαφρό μονόξυλο σκάφος με πολλά κουπιά, χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους κατοίκους τής Αφρικής και τής Ωκεανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pirogue < ισπ. piragua (από ιδίωμα τής Καραϊβικής)].
Dictionary of Greek. 2013.